Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
1950

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη : Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Το γνήσιο ελληνικό αίμα... νερό γίνεται;


Και πάνω που τόλμησα να σκεφτώ "κάτι καταφέραμε, κάπου υποχωρεί η απανθρωπιά της εξουσίας στις κραυγές μας", έρχεται η κοινωνία και με το δυνατό της χαστούκι με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Ότι θα έφτανε η στιγμη που ελληνική κυβέρνηση θα προωθούσε προοδευτικό νομοσχέδιο και η ελληνική κοινωνία θα αντιδρούσε δεν το περίμενα. Κακώς θα μου πείτε. Ξεχνάς τις μεγάλες στιγμές δημοκρατίας με το δημοψήφισμα για τις ταυτότητες; Και μη χειρότερα, απαντώ. Και να που τα χειρότερα ήρθαν.
Ένας χρόνος πέρασε από τις μέρες εκείνες που μας άλλαξανε για πάντα. Και που πιστέψαμε πως θα αλλάζαμε και τον κόσμο. Πόσο λάθος μπορεί να κάναμε; Πώς να απαντήσεις στους συγγενείς, τους φίλους, που ετοιμάζουν τα κουμπούρια προς υπεράσπιση της ελληνικότητάς τους που κινδυνεύει; Γιατί τα αντανακλαστικά τις κοινωνίας παραμένουν τόσο οξυμένα όταν πρόκειται για εθνικά, πατριωτικά, θρησκευτικά ζητήματα κι όμως τόσο αδρανή όταν τίθενται ζητήματα ουσιαστικής ελευθερίας, ακόμα και επιβίωσης; Τι λάθος έχουμε κάνει;
Και μοιάζουν όλοι αυτοί με τις σημαίες στα μπαλκόνια σα να μη ζούνε όσα κι εμείς. Σα να μην ήταν τα παιδιά τους συμμαθητές του Αλέξη, σα να μη τους χρωστάνε κι αυτούς όπως και μας το δώρο των γιορτών, σα να μη μένουνε άνεργοι στα σαράντα επειδή το εργοστάσιο έκλεισε και το αφεντικό την έκανε για Ντουμπάι.
Φίλε, εσύ που σ' αναγκάζουν να δουλέψεις ανασφάλιστος γιατί αν δε σ' αρέσει υπάρχουνε κι οι Αλβανοί, πρόσεξε καλά με ποιον θα τα βάλεις. Πόσο πολύ με συμφέρει να ονομάζω παράνομους και λαθραίους ανθρώπους που έχουν την ανάγκη μου, όταν με την απειλή της απέλασης μπορώ να τους εξοντώνω στα χωράφια μου για ένα κομμάτι ψωμί; Πόσο ανώτερος είμαι φυλέτικα όταν κρατάω τις Ρωσίδες και τα παιδιά τους έξω άπο την ελληνικότητα μου, ώστε να μπορώ να τις βιάζω όσο μου κάνει κέφι; Πόσο σωστά ανατρέφω τα παιδιά μου που δεν τα αφήνω να καλέσουν στο πάρτυ γενεθλίων τους το "αλβανάκι", αλλά τους καθιστώ σαφές ότι υπάρχει η αλλοδαπή καθαρίστρια που για ένα ξεροκόμματο είναι υποχρεωμένη να μαζεύει τις βρωμιές της ηρωικής γενιάς μας και αν τολμήσει να ζητήσει δικαιώματα, της ρίχνουμε ένα κουβά βιτριόλι και ξεμπερδεύουμε;
Αν πιστεύεις, φίλε, ακόμα πως έχεις κοινή ελληνική ψυχή με τους παραπάνω εκμεταλλευτές, τότε τράβα το δρόμο που διάλεξες, κυματίζοντας το πλαστικό σημαιάκι σου, από αυτά που κρατούν τα μωρά δίχως να σκέφτονται γιατί. Κι εγώ, που την ψυχή μου δεν τη λογαριάζω ούτε ελληνική ούτε γαλανόλευκη, μα πάνω απ' όλα ανθρώπινη κι ελεύθερη, πολύ θα θελα να ακούσω τι θα λες όταν όλους τους "διαφορετικούς" θα τους έχεις εξοντώσει, όταν θα 'σαι εσύ ο παρακτιανός που θα του ρίχνουν βιτριόλι, που θα τον κλείνουν σε κάποια Παγανή, μα δε θα υπάρχει πια κανείς για τον σώσει...